- σπηλαιολογία
- Επιστήμη που εξετάζει καθετί σχετικό με τα σπήλαια: τη γένεσή τους, το σχήμα τους, τους σχηματισμούς των πετρωμάτων μέσα στα οποία δημιουργούνται το υδρογραφικό δίκτυο που μπορεί να επηρεάζουν, τις επιπτώσεις στην επιφανειακή μορφολογία (καταρρεύσεις βράχων, εδαφών κλπ.), τα φυσικά χαρακτηριστικά της ατμόσφαιρας τους, τη χλωρίδα και την πανίδα που φιλοξενούν ή που υπήρχε κάποτε εκεί. Εκτός από εξαιρετικές περιπτώσεις, η επιστήμη αυτή είχε πάντα χαρακτήρα κυρίως εξερευνητικό, ενώ τα διάφορα προβλήματα που προκύπτανε από τις έρευνες, τα παρέπεμπε σε εξειδικευμένους επιστήμονες (παλαιοντολόγους για τα απολιθώματα, γεωλόγους για τα πετρώματα, γεωγράφους για την υδρογραφία και τη μορφολογία, αρχαιολόγους για τα λίθινα προϊστορικά ευρήματα, ανθρωπολόγους για τα ανθρώπινα απολιθωμένα λείψανα κλπ.). Αλλά και οι ψυχολόγοι και οι γιατροί, στα τελευταία χρόνια, επέδειξαν μεγάλο ενδιαφέρον για τις επιπτώσεις που μπορεί να έχει στον άνθρωπο η παραμονή του, μεγάλης ή μικρής διάρκειας στα σπήλαια.
Η σ. αποτελεί ταυτόχρονα και πραγματική αθλητική επίδοση, έναν «ανάστροφο αλπινισμό» που αριθμεί στην Ευρώπη, πολυάριθμους οπαδούς. Αρκετά εξάλλου σπήλαια προσελκύουν και το τουριστικό ενδιαφέρον, κυρίως εκείνα που έχουν να επιδείξουν σπηλαιογραφήματα ή εντυπωσιακούς σταλακτίτες και σταλαγμίτες.
Η μελέτη και η εξερεύνηση των σπηλαίων χρονολογείται από το 17o αι. Συστηματικές όμως σπηλαιολογικές έρευνες άρχισαν μόλις το 19o αι. Η σύγχρονη σ. υποδιαιρείται σε διάφορους ειδικούς κλάδους: σπηλαιομετεωρολογία, σπηλαιοϋδρολογία, σπηλαιομορφολογία, σπηλαιοπαλαιοντολογία, σπηλαιοβιολογία, σπηλαιοενδολογία κ.ά.
Φωτογαρφία μελών της σπηλαιολογικής εταιρείας στο σπήλαιο της Παιανίας (φωτ. ΑΠΕ).
* * *η, Νεπιστήμη που ασχολείται με την εξερεύνηση και τη μελέτη τών φυσικών κοιλοτήτων τού εδάφους καθώς και με τα προβλήματα ρύπανσης και αναζήτησης πόσιμου νερού και περιλαμβάνει ποικίλους επιστημονικούς κλάδους, όπως την βιοσπηλαιολογία, την γεωλογία τών σπηλαίων, την ανθρωπολογία τών σπηλαίων, την υδρολογία τών σπηλαίων κ.ά.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. speleology (< σπήλαιο + -λογία*). Η λ. μαρτυρείται από το 1894 στην εφημερίδα Παλιγγενεσία].
Dictionary of Greek. 2013.